- καταγγελία
- plainte
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καταγγελία — καταγγελίᾱ , καταγγελία proclamation fem nom/voc/acc dual καταγγελίᾱ , καταγγελία proclamation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek
καταγγελίᾳ — καταγγελίαι , καταγγελία proclamation fem nom/voc pl καταγγελίᾱͅ , καταγγελία proclamation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελία — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του καταγγέλλω, μήνυση στο δικαστήριο, κατάδοση: Έκανε ψεύτικες καταγγελίες. 2. η φράση «καταγγελία συνθήκης» ή «καταγγελία σύμβασης» σημαίνει ειδοποίηση του ενός από τους δύο που είχαν έρθει σε συνθήκη ή σύμβαση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγγελίας — καταγγελίᾱς , καταγγελία proclamation fem acc pl καταγγελίᾱς , καταγγελία proclamation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελίαν — καταγγελίᾱν , καταγγελία proclamation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελίαις — καταγγελία proclamation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελίῃσι — καταγγελία proclamation fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek